ἀνεμώδη

ἀνεμώδη
ἀνεμώδης
windy
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀνεμώδης
windy
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀνεμώδης
windy
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πικαρδία — (Picardie). Ιστορική περιοχή της βόρειας Γαλλίας και παλιά επαρχία του βασιλείου πριν από τη Γαλλική επανάσταση. Βρέχεται από τη Μάγχη στα Δ και ορίζεται από την Αρτουά και την Eνό στα Β, από την Ιλ ντε Φρανς στα Ν, από τη Νορμανδία στα ΝΔ και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”